- σιδερωτός
- -ή, -ό, Ν [σιδερώνω]1. (για ρούχα) αυτός τού οποίου η επιφάνεια έχει ομαλυνθεί και στιλβωθεί με θερμό σίδερο, αυτός που έχει σιδερωθεί2. (για ξύλινες πόρτες ή παράθυρα) αυτός που έχει ενισχυθεί ή στερεωθεί με σιδερένια εξαρτήματα.
Dictionary of Greek. 2013.